ανεξίθερμος

ανεξίθερμος
ος , ον огнеупорный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ανεξίθερμος" в других словарях:

  • ανεξίθερμος — η, ο αυτός που αντέχει σε μεγάλες θερμοκρασίες («ανεξίθερμα μικρόβια») …   Dictionary of Greek

  • ανεξίθερμος — η, ο αυτός που αντέχει σε μεγάλη θερμοκρασία: Ο αμίαντος είναι υλικό ανεξίθερμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»